- αγιογδύτης
- οθηλ. -ισσα1. αυτός που γδύνει, κλέβει τους αγίους, ιερόσυλος.2. αισχροκερδής, τοκογλύφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγιογδύτης — ο (θηλ. ισσα) 1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω] … Dictionary of Greek
ανεμογδάρτης — ο 1. αρπακτικό πουλί 2. ο εκμεταλλευτής, ο αγιογδύτης … Dictionary of Greek
ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… … Dictionary of Greek